ιταλικοί λαοί

ιταλικοί λαοί
Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι ι.λ. προέρχονται από ινδοευρωπαϊκούς πληθυσμούς που κατέλαβαν σε διαδοχικά κύματα τη βαλκανική Ευρώπη. Θεωρούν ότι αρχικά εισέδυσε στην Ιταλία μια πρώτη ομάδα (Λατίνοι και Σικελοί) στις αρχές της 2ης χιλιετίας και μια δεύτερη (Ομβρικοί, Σαμνίτες, Πικηνοί, Βενετοί, Όσκοι κλπ.) στις αρχές της 1ης χιλιετίας. Με την πάροδο του χρόνου έγιναν επιμειξίες και ανακατανομές των διαφόρων ομάδων και από τον 5o αι. π.Χ. οι ι.λ. εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που αναφέρουν οι Ρωμαίοι ιστορικοί. Από εθνική άποψη οι ι.λ. μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις μεγάλες ομάδες: α) οι εγκατεστημένοι κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής, δηλαδή Βενετοί, Πικηνoί, Ιάπυγες (κάτοικοι της Απουλίας), β) οι Ομβρο-Όσκοι, εγκατεστημένοι στην Ομβρική και κατά ένα μέρος στην Αβρούζια, γ) οι Λατίνοι μαζί με άλλους πληθυσμούς, για τη γλώσσα των οποίων οι πληροφορίες είναι ελάχιστες (σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς μιλούσαν συγγενικά με τη λατινική ιδιώματα), δ) οι σαμνιτικοί πληθυσμοί, εγκατεστημένοι στις περιοχές των Απένινων, από την Αβρούζια έως τη Λευκανία. Από ιστορική άποψη η διάκριση των ομάδων είναι λιγότερο σαφής, κυρίως επειδή ό,τι είναι γνωστό για τους πληθυσμούς αυτούς αναφέρεται σε εποχές κατά κανόνα προγενέστερες από εκείνες (από τον 5o αι. π.Χ. και μετά) για τις οποίες υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες σχετικά με τη γλώσσα τους. Οι Βενετοί μιλούσαν δική τους γλώσσα, συγγενική, σύμφωνα με την άποψη ορισμένων ερευνητών, με τη γλώσσα των Ιλλυριών, ενώ η γλώσσα και ο πολιτισμός των Όσκων συγγένευε με εκείνη των Ομβρικών. Οι τελευταίοι διέθεταν λογοτεχνική γλώσσα και σημαντικό πνευματικό πολιτισμό, όπως αποκάλυψαν οι αρχαιολογικές έρευνες στις περιοχές του Σπολέτο, του Τέρνι και του Τόντι, μολονότι πιθανολογείται ότι είχαν δεχτεί επιδράσεις από τους Ετρούσκους. Ο πολιτισμός των Ιαπύγων (που χωρίζονται σε τρεις κλάδους, τους Δαυνίους, τους Πευκετίους και τους Μεσσαπίους) είναι ελάχιστα γνωστός κατά την εποχή του σιδήρου (9ος-8ος αι.). Ωστόσο, στις μεταγενέστερες εποχές η επίδραση που δέχθηκε από τον πολιτισμό των ελληνικών αποικιών της Απουλίας ήταν τόσο ισχυρή που στο τέλος σχεδόν συγχωνεύτηκε με αυτόν. Ο πολιτισμός των πληθυσμών της Aβρούζιας δεν είχε μεγάλες διαφορές από τον πολιτισμό των Μάρκες, εκτός από αυτήν της γλώσσας (Σαμνίτες οι πρώτοι, Πικηνοί οι δεύτεροι). Ως πρόγονοι των Λατίνων της ιστορικής εποχής αναγνωρίζονται ομόφωνα οι πληθυσμοί της περιοχής Ν του Τίβερη, στους οποίους ήταν διαδεδομένος ο πολιτισμός του Λατίου. Από τον 4o αι. και μετά, αν και παρέμειναν σαφώς διακεκριμένες οι φυλές και οι γλώσσες, οι πολιτιστικές διαφορές παρουσίασαν σταδιακή εξασθένηση ωσότου οι ι.λ. ενοποιήθηκαν από τους Ρωμαίους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Καλαβρία — (Calabria). Περιοχή (15.080 τ. χλμ., 1.993.274 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας με πρωτεύουσα την πόλη Καταντσάρο (Catanzaro, 93.540 κάτ. το 2001). Περιλαμβάνει πέντε επαρχίες (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους το 2001): Καταντσάρο (Catanzaro,… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • ανεξαρτησίας, πόλεμοι — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις που έκαναν διάφοροι λαοί –κυρίως τον 19o αι.– εναντίον εθνών που κατείχαν τα εδάφη τους. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί ο π.α. των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι επιμέρους π.α. των… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”